Από μικρός έδειξε τον ανήσυχο χαρακτήρα του. Είχε μεγάλη αντίληψη. περιέργεια και ήταν πολύ φιλομαθής. Σαν μαθητής, του άρεσε να διαβάζει εξωσχολικά βιβλία και στο σχολείο ήταν από τους πρώτους μαθητές. Μελέτη ελάχιστη (κυρίως στο γυμνάσιο). Από μικρός ήταν ζωηρός, αμφισβητούσε, έψαχνε τη ζωή, θυμάται ο αδερφός του Δημήτρης Ασιμόπουλος.
Στο Δημοτικό κρατούσε τη σημαία. Στο γυμνάσιο δεν τα ήθελε καθόλου αυτά και καθησύχαζε τους γονείς του καθώς τον έβλεπαν να μην διαβάζει. Εγώ τα ξέρω, δεν παν να χτυπιούνται, εγώ θα γράψω στα γραπτά. Είχε πολύ μεγάλη σιγουριά για τον εαυτό του. Οι καθηγητές του ήταν διχασμένοι. Και τον συμπαθούσαν αλλά και δεν τον ανέχονταν, γιατί τους έμπαινε στα ρουθούνια (τους κριτικάριζε με τον τρόπο του.)
Έφηβος ασχολήθηκε με το σχολικό θέατρο (όπου θέατρο ο Νικόλας μέσα), με τον αθλητισμό, με το ποδόσφαιρο (τον είχαν ζητήσει στο σύλλογο της Κοζάνης αλλά δεν πήγε). Έγραφε στίχους. Δημιουργούσε ποιήματα με αφορμές διάφορες (σχολείο, κοινωνική ζωή, πόλη, έρωτας). Οι καθηγητές του γνωμάτευσαν ότι είχε πρόωρη ωριμότητα. Πολλές εκδηλώσεις του σχολείου του και εκτός γίνονταν με πρωτοβουλίες του.
Τα σχολικά βιβλία του τα διάβαζε ολόκληρα και δεν τα ξαναδιάβαζε (ή έριχνε καμιά ματιά). Τελειώνει το Λύκειο τότε Πρακτικό-Κλασσικό (θετικά μαθήματα- θεωρητικά μαθήματα). Ο Νικόλας τελείωσε Πρακτικό, μα επέλεξε θεωρητικές επιστήμες. Φροντιστήριο δεν πάτησε. Μαθαίνει (για τις τελικές εξετάσεις) τελευταία στιγμή τα Λατινικά, (τότε) μόνος του και μπαίνει στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης, τμήμα Νεοεληνικό (1967). Ήθελε να πάει για δημοσιογραφία. Τελειόφοιτος ή απόφοιτος Λυκείου στελνει κάποιο γραπτό σε εφημερίδα της Θεσσαλονίκης χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Άσιμος. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Ασιμόπουλος. Όμως σιγά-σιγά σαν φοιτητής καθιερώνει το Άσιμος σαν επίσημο, η ταυτότητα του μένει κάποια στιγμή στην Ασφάλεια, δεν την αναζητεί. ώσπου γύρω στο '86 εκδίδει ταυτότητα σαν Νικόλας Άσιμος.Το 1967, σε ηλικία 18 ετών έφυγε για την Θεσσαλονίκη, για να σπουδάσει στο Νεοελληνικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής με απώτερο σκοπό να γίνει δημοσιογράφος. Το ψευδώνυμο «Άσιμος» χρησιμοποίησε για πρώτη φορά σε ένα ερασιτεχνικό δημοσιογραφικό άρθρο του σε εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, ενώ παράλληλα έφτιαξε ένα φοιτητικό Θεατρικό Εργαστήρι, ανεβάζοντας Αριστοφάνη, Μένανδρο και Μολίερο και αγόρασε την πρώτη του κιθάρα.
Στα μέσα των σπουδών του άρχισε εμφανίσεις σε μικρές μπουάτ ως αυτοδίδακτος μουσικός, όπου αγνοώντας όλες τις προειδοποιήσεις της χουντικής λογοκρισίας για τους στίχους του κατέληξε τελικά να συλληφθεί, να δαρθεί και να κρατηθεί στην Ασφάλεια, όπου περιέργως χάθηκε η ταυτότητά του. Ο Άσιμος δεν έβγαλε άλλη, παρά μόνο πολλά χρόνια αργότερα (το 1986, ενάμιση χρόνο πριν το θάνατο του) και μάλιστα με το επώνυμο «Άσιμος» και την διευκρίνιση «άνευ θρησκεύματος» στο σχετικό σημείο. Χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του, απέχοντας μόνο 6 μαθήματα από το πτυχίο, έφθασε το 1973 στην Αθήνα, όπου εμφανίσθηκε σε διάφορες «μπουάτ» της Πλάκας («5η εποχή», «11η εντολή», «Χνάρι», «Μουσικό Θέατρο Φτώχειας», «Σούσουρο»), σε συνεργασία με προοδευτικούς τραγουδιστές, ηθοποιούς και συνθέτες (Γκαϊφύλλιας ?, Λήδα και Σπύρος, Ζωγράφος, Τζαβέλλας, Ζουγανέλλης, Μπουλάς, Αδριανός, κ.ά.), παρουσιάζοντας ένα σύνθετο πρόγραμμα με μουσική και αντικαθεστωτικά κείμενα και μικρά θεατρικά, ενώ με το σχήμα «Για ένα Πολιτικό Καφενείο» έδωσε πολλές παραστάσεις στον πεζόδρομο της Μνησικλέους για «να συμβάλουν έμπρακτα και οι καλλιτέχνες στην ανατροπή των καταπιεστών του λαού» .
Το 1975 κυκλοφόρησε σε ένα δισκάκι 45 στροφών τα πρώτα του 2 τραγούδια («Πανηγύρι» και «Ο Μηχανισμός»: «Με πείσανε να γίνω ρεβιζιονιστής / και να γυρίσω δίσκο...») και σε λίγο προχώρησε σε έκδοση δικών του «παράνομων» (όπως τις έλεγε) κασετών, τις οποίες ηχογραφούσε και διακινούσε μόνος του στα Προπύλαια, τα κάγκελα του Πολυτεχνείου, την πλατεία των Εξαρχείων, το Μοναστηράκι και τον Λυκαβηττό. Δημιούργησε επίσης το συγκρότημα «Exarchia Square Band» και συμμετείχε σε συναυλίες, σε κοινωνικοπολιτικές εκδηλώσεις, σε μουσικοθεατρικά σχήματα, σε θέατρο του δρόμου και άλλα προχωρημένα «δρώμενα». Το 1976, από τη σχέση του με τη Λίλλιαν Χαριτάκη, γεννήθηκε η κόρη του, η Λίλλιαν – Κυριακή ή «Νιουνιού», όπως συνήθιζε ο ίδιος να την αποκαλεί.

Το 1985 άνοιξε ένα μαγαζάκι - κατοικία στην οδό Καλλιδρομίου, που το ονόμασε «Χώρο Προετοιμασίας». Εκεί έγραφε, συνέθετε τα τραγούδια του, πουλούσε βιβλία, παιχνίδια για παιδιά, πρόχειρα κοσμήματα, κασέτες, φωτιστικά, πήλινα, κάρτες παλιές και πολλά άλλα. Το 1987 κλείστηκε με την βία σε ψυχιατρική κλινική και έπειτα στις φυλακές Κορυδαλλού, μετά από εναντίον του μήνυση για βιασμό. Αποφυλακίστηκε με χρηματική εγγύηση, αλλά λόγω του έντονου συναισθηματισμού του και της επιμονής του σε όσα διακήρυσσε σε ολόκληρη του τη ζωή του, δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη μεγάλη του πίκρα και απογοήτευση, τόσο για την αβάσιμη κατηγορία όσο και για την εγκατάλειψή του από πολλούς παλαιούς δήθεν «συντρόφους» και «φίλους» του: «Είμαι πάντα πρόθυμος να δεχτώ μαθήματα, είμαι πάντα ανοιχτός να δεχτώ μηνύματα, είμαι πάντα έτοιμος να δεχτώ χτυπήματα, είμαι αυτό που ήμουν πάντα, εγώ γεννήθηκα στο κυπαρίσσι»).

Download:
"Αναζητώντας Κροκανθρώπους":
http://rapidshare.com/files/57925928/Anazitwntas_Krokanthropoys.pdf
"Ο διάσημος Νικόλας Άσιμος"{του Δημήτρη Μπαγέρη}:
http://rapidshare.com/files/57971015/o_diashmos_asimos.pdf
1 σχόλιο:
''Να μην σε νικήσει ο κόσμος''...kai den niki8ike...
Δημοσίευση σχολίου